- ασκαληρής
- ἀσκαληρής, -ές (Α)ο ισόπλευρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί του ασκαληνής < α στερ. + σκαληνής (= σκαληνός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσκαληρές — ἀσκαληρής equilateral masc/fem voc sg ἀσκαληρής equilateral neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)